- λευκερινεός
- λευκερινεός, αττ. τ. λευκερίνεως, ἡ (Α)1. είδος συκιάς που παράγει λευκά σύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + ἐρινεός «αγριοσυκιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκερινεός — white fig tree masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκερινεώς — λευκερινεός white fig tree masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek